- ρωπάς
- -άδος, ἡ, Αῥώψ* (Ι).[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥωπάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῶπας — ῥώψ shrub fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek